- χημειοφωσφορισμός
- ο, Ν (βιολ.-βιοχ.) το φαινόμενο εκπομπής φωτός και, γενικότερα, ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας ως αποτέλεσμα μιας χημικής αντίδρασης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemiluminiscence].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.